ΛΑΝΚΑΒΑΤΑΡΑ ΣΟΥΤΡΑ - ΕΙΣΑΓΩΓΗ μέρος (ii)

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

II


Ψυχολογία

Αυτό που μπορούμε να ορίσουμε σαν Βουδδική ψυχολογία στη Λάνκα, συνίσταται στην ανάλυση του νου, δηλαδή, στην κατάταξη των Βιζνάνας. Έτσι, για να κατανοήσουμε σωστά την ψυχολογία του Βουδδισμού, είναι απαραίτητη η γνώση των ακόλουθων όρων: Τσίτια, μάνας, βιζνάνα, μανοβιζνάνα και αλαγιαβιζνάνα.

Ας αρχίσουμε με τη Βιζνάνα. Η λέξη Βιζνάνα είναι σύνθετη από το πρόθεμα βι που σημαίνει «διαιρείν», και τη ρίζα ζνα που σημαίνει «διακρίνειν», «γνωρίζειν». Έτσι η Βιζνάνα είναι η ικανότης που διακρίνει ή ξεχωρίζει ή διχάζει. Όταν ένα αντικείμενο παρουσιάζεται μπροστά στα μάτια (μας), διακρίνεται και κρίνεται σαν ένα κόκκινο μήλο ή σαν ένα κομμάτι από άσπρο λινό- αυτή η λειτουργική ικανότης ονομάζεται Βιζνάνα του οφθαλμού. Κατά τον ίδιο τρόπο, υπάρχουν η Βιζνάνα του αυτιού για τον ήχο, η Βιζνάνα της μύτης για τις οσμές, η Βιζνάνα της γλώσσας για τις γεύσεις, η Βιζνάνα του σώματος για την αφή και η Βιζνάνα της σκέψης (μανοβιζνάνα) για τις ιδέες— συνολικά έξι τύποι Βιζνάνας για τη διάκριση των διαφόρων όψεων του εξωτερικού ή του εσωτερικού κόσμου.


Από τις έξι αυτές Βιζνάνας, η Μανοβιζνάνα είναι η πιο σημαντική, γιατί είναι σε άμεση σχέση με μία εσωτερική ικανότητα που είναι γνωστή σαν Μάνας. Το Μάνας, χονδρικά, ανταποκρίνεται στον νου σαν ένα όργανο σκέψης, αλλά στην πραγματικότητα είναι κάτι περισσότερο από αυτό, γιατί είναι επίσης μία ισχυρή δύναμη η οποία πρσκολλάει τον εαυτό της επάνω στο αποτέλεσμα της σκέψης. Το αποτέλεσμα αυτό της σκέψης μπορεί να θεωρηθεί ακόμη και σαν υποταγμένο σε αυτήν τη δύναμη της προσκόλλησης. Το Μάνας καταρχήν επιθυμεί, κατόπιν χωριστικοποιεί για να κρίνει- το να κρίνεις είναι το να διαιρείς, και αυτή η διαιρετική καταλήγει στη δυαδιστική άποψη της ύπαρξης. Σε αυτό οφείλεται και η επίμονη προσκόλληση του Μάνας στη δυαδιστική ερμηνεία της ύπαρξης. Επιθυμία και σκέψη είναι αδιαχώριστα πλεγμένες μέσα στην υφή του Μάνας.

Η λέξη Τσίττα προέρχεται από τη ρίζα τσιτ «σκέπτεσθαι», αλλά στη Λάνκα η ετυμολογία αφορά τη ρίζα τσι «το συσσωρεύειν», το «διευθετείν προκειμένου να...». Η Τσίττα είναι έτσι η αποθήκη όπου οι σπόροι όλων των σκέψεων και των πράξεων συσσωρεύονται και αποθηκεύονται. Η Τσίττα, ωστόσο, έχει μία διπλή έννοια- σημαίνει «νους», «σκέπτεσθαι», «ιδέες», περιλαμβάνοντας τις δραστηριότητες του Μάνας και της Μανοβιζνάνα, καθώς επίσης και των Βιζνάνας. Ενώ, με την ειδική της έννοια (η Τσίττα) είναι ένα συνώνυμο με τη σχετική όψη της Αλαγιαβιζνάνα, και είναι ξεχωριστή από όλες τις υπόλοιπες διανοητικές ικανότητες. Όταν, ωστόσο, χρησιμοποιείται με τη μορφή του Τσιτταμάτρα, Μόνον-Νους, αποκτά ακόμη άλλη μία συνεκδοχή. Μπορούμε να ειπούμε ότι η Τσίττα εμφανίζεται εδώ με την ύψιστη δυνατή έννοια, γιατί, δεν είναι, λοιπόν, ούτε απλό σκέπτεσθαι, ούτε διανόηση, ούτε αντίληψη σαν μία λειτουργία της συνείδησης. Είναι εξισώσιμη με την Αλάγια στην απόλυτη της όψη. Αυτό θα γίνει σαφέστερο αργότερα.

Η Αλαγιαβιζνάνα είναι αλάγια + βιζνάνα, και αλάγια είναι μία αποθήκη όπου μαζεύονται πράγματα για μελλοντική χρήση. Η Τσίττα σαν μία συσσωρευτική ικανότης· είναι, έτσι, λοιπόν, ταυτισμένη με την Αλαγιαβιζνάνα. Για να ομιλήσουμε επακριβώς, η Αλάγια δεν είναι μία Βιζνάνα, δεν υφίσταται διακριτική δύναμη σε αυτήν υποθάλπει αδιαφοροποίητα, όλα εκείνα που χύνονται μέσα σε αυτήν διά μέσου του καναλιού των Βιζνάνας. Η Αλάγια είναι τελείως ουδέτερη, αδιαφοροποίητη και δεν προσφέρεται για κριτική.


Σχέση Μεταξύ των Διαφόρων Λειτουργιών

Έχοντας εξηγήσει τι σημαίνουν οι διάφοροι σημαντικοί αυτοί όροι καθώς και ποιες λειτουργίες υποδηλώνονται από αυτούς, ας προχωρήσουμε να ιδούμε σε ποιες σχέσεις βρίσκονται αναμεταξύ τους.

Στη Λάνκα, το όλο σύστημα των νοητικών λειτουργιών ονομάζεται Τσιττακαλάπα ή Βιζνανακάγια- η Τσίττα και η Βιζνάνα χρησιμοποιούνται εδώ σαν συνώνυμα. Σε αυτό το νοητικό σύστημα διακρίνονται οκτώ τρόποι δράσης: Η Αλαγιαβιζνάνα, το Μάνας, η Μανοβιζνάνα, και οι πέντε αισθητήριες Βιζνάνας. Όταν οι οκτώ αυτές Βιζνάνας ομαδοποιούνται κάτω από δύο γενικές κατηγορίες, η μία ομάδα είναι γνωστή σαν Κυϊάτι-Βιζνάνα (διακρίνουσα Βιζνάνα) και η άλλη σαν Βαστουπρατιβικάλπα-Βιζνάνα (αντικειμενοποιούσα με τη χωριστικότητα Βιζνάνα). Αλλά, στην πραγματικότητα, οι Βιζνάνας δεν είναι ξεχωριστές σε αυτές τις δύο ομάδες, γιατί το «διακρίνειν» είναι το «χωριστικοποιείν». Όταν ένα ιδιαίτερο αντικείμενο διακρίνεται σαν τέτοιο, δηλαδή σαν στερεό ή σαν έγχρωμο κ.λπ., εδώ η χωριστικότης έχει ήδη λάβει χώραν πράγματι, χωρίς αυτήν τη δεύτερη, η πρώτη είναι αδύνατον να πραγματοποιηθεί, και αντιστρόφως. Κάθε Βιζνάνα εκτελεί αυτές τις δύο λειτουργίες ταυτόχρονα, σαν να λέμε ότι μία λειτουργία έχει αναλυθεί σε δύο ιδέες, «διακρίνειν» και «χωριστικοποιείν». Αλλά, πρέπει να παρατηρήσουμε ότι αυτή η διπλή δραστηριότης δεν ανήκει στην Αλαγιαβιζνάνα.

Ένας άλλος τρόπος ταξινόμησης των Βιζνάνας είναι σύμφωνα με τις Λαξάνα τους ή τους τρόπους της ύπαρξής τους, από τις οποίες διακρίνονται τρεις: α) οι αναπτυσσόμενες (πραβρίττι), β) οι εκτελούσες πράξεις (κάρμα) και γ) οι συγκροτούσες τη δική τους αρχική φύση (τζάτι). Κάτω από αυτό το πρίσμα, όλες οι Βιζνάνας είναι αναπτυσσόμενες Βιζνάνας και εκτελούσες- πράξεις Βιζνάνας, εκτός από την Αλάγια η οποία πάντοτε διαμένει στην καθεαυτού-ιδιαίτερη-φύση της. Γιατί οι Βιζνάνας μπορεί για κάποιον λόγο να σταματήσουν να αναπτύσσονται και να εκτελούν πράξεις, αλλά η Αλάγια πάντοτε παραμένει καθεαυτή.

Η Αλάγια, σύμφωνα με τη Λάνκα, έχει δυο όψεις: η Αλάγια όπως είναι καθεαυτή, η οποία στο Σαγκαθακάμ ονομάζεται Παραμαλάγια-Βιζνάνα, και η Αλάγια σαν διανοητική απεικόνιση, η οποία ονομάζεται Βιζναπτίρ Αλάγια. Οι δύο αυτές όψεις είναι, επίσης, γνωστές, αντιστοίχως σαν Πραμπάντα (ακατάπαυστη) και Λαξάνα (εκδηλωμένη). Η Αλάγια είναι ακατάπαυστη, εξαιτίας της αδιάκοπης ύπαρξης της· είναι εκδηλωμένη, εξαιτίας της δραστηριότητας της που είναι αντιληπτή από τον νου.

Από αυτό μπορούμε να ιδούμε, ότι στη Λάνκα, η Αλάγια συλλαμβάνεται σαν να είναι απόλυτη από μία άποψη και σαν να υπόκειται σε «ανάπτυξη» (πραβρίττι) από μία άλλη. Είναι αυτή η αναπτυσσόμενη όψη της Αλάγια που ανακατεύεται προσφερόμενη στην ύπουλη ερμηνεία του Μάνας. Όσο η Αλάγια παραμένει αυτή-καθεαυτή και εν εαυτή, είναι πέραν από τη σύλληψη μίας ατομικής (ξεχωριστής) εμπειρικής συνείδησης, είναι σχεδόν σαν την ίδια την Κενότητα, αν και βρίσκεται πάντοτε πίσω από όλες τις δραστηριότητες των Βιζνάνας, διότι οι τελευταίες θα πάψουν αμέσως να εργάζονται, όταν η Αλάγια βγει από την ύπαρξη.

Το Μάνας έχει συνείδηση της παρουσίας της Αλάγια που βρίσκεται πίσω από αυτό, καθώς και της αδιάκοπης εργασίας αυτής της τελευταίας σε ολόκληρο το σύστημα των Βιζνάνας. Στοχαζόμενο επάνω στην Αλάγια και φανταζόμενο ότι αυτή είναι ένα εγώ. το Μάνας προσκολλάται σε αυτήν σαν να ήταν πραγματικότης και της διαθέτει τις αναφορές των έξι Βιζνάνας αναλόγως. Με άλλα λόγια, το Μάνας είναι η ατομική θέληση για ζωή και η (βασική) αρχή της χωριστικότητας. Η ένοια μίας εγωικής-ουσίας εδώ εδραιώνεται καθώς επίσης (και) η αποδοχή ενός κόσμου εξωτερικού προς αυτήν και ξεχωριστού από αυτήν.

Οι έξι Βιζνάνας λειτουργούν, όπως είναι, μηχανικά, όταν οι συνθήκες είναι ικανοποιητικές και δεν έχουν συνείδηση για τις πράξεις τους. Δεν έχουν νοημοσύνη έξω από τα αντίστοιχα πεδία των δραστηριοτήτων τους. Δεν είναι οργανωμένες καθεαυτές και δεν έχουν θεωρία για την ύπαρξη τους και για τις πράξεις τους. Αυτά που εμπειριώνουν, τα αναφέρουν στο αρχηγείο χωρίς σχόλια ή ερμηνείες. Το Μάνας εδράζεται στο αρχηγείο και σαν ένας μεγάλος στρατηγός, συγκεντρώνει όλες τις πληροφορίες που προέρχονται από τις έξι Βιζνάνας. Γιατί αυτό είναι που μεταθέτει και διευθετεί τις αναφορές και δίδει πάλι διαταγές στους αναφορείς σύμφωνα με τη δική του θέληση και νοημοσύνη. Οι διαταγές, έτσι, εκτελούνται πιστά.

Το Μάνας είναι ένα δικέφαλο τέρας· από τη μία κοιτάζει προς την Αλάγια και από την άλλη προς τις Βιζνάνας. Δεν κατανοεί τί είναι πραγματικά η Αλάγια. Έχοντας τη χωριστικότητα σαν μία από τις βασικές του λειτουργίες, βλέπει εκεί την πολυπληθή κατάσταση (την πληθώρα) και προσκολλάται σε αυτήν σαν (να είναι) τελική (οριστική). Η προσκόλληση τώρα το δεσμεύει σε έναν κόσμο ιδιαιτεροτήτων. Έτσι, η επιθυμία είναι μητέρα και η άγνοια πατέρας. Με αυτόν τον τρόπο αναδύεται αυτή η ύπαρξη. Αλλά το Μάνας είναι επίσης και ένα δίκοπο σπαθί. Όταν λαμβάνει χώραν μία «μεταστροφή» (παραβρίττι) σε αυτό, η όλη διευθέτηση των πραγμάτων στη Βιζνανακάγια ή Τσιττακαλάπα αλλάζει. Με μία κίνηση του σπαθιού, οι πολλαπλότητες γίνονται κομμάτια και η Αλάγια βλέπεται στην ατόφια της μορφή (σβαλαξάνα), δηλαδή, σαν μοναχική πραγματικότης (βιβικταντάρμα), η οποία είναι εξαρχής πέραν από τη χωριστικότητα. Το Μάνας δεν είναι βέβαια ένας ανεξάρτητος εργάτης· είναι πάντοτε εξαρτώμενο από την Αλάγια, χωρίς την οποία δεν έχει λόγο δικής του ύπαρξης. Αλλά ταυτόχρονα και η Αλάγια είναι επίσης εξαρτώμενη από το Μάνας. Η Αλάγια είναι ένα απόλυτο, αλλά αυτή η εναδικότης αποκτά σημασία, μόνον όταν πραγματοποιείται από το Μάνας και αναγνωρίζεται σαν ο υποστηρικτής του (αλάμπα). Αυτή η σχέση είναι πολύ λεπτή στο σύνολο της, για να μπορεί να γίνει αντιληπτή από τον κοινό νου, που βρίσκεται πνιγμένος από βρωμιές και λανθασμένες ιδέες από αμνημονεύτων χρόνων.

Το Μάνας, υποστηριζόμενο από την Αλάγια, είναι η έδρα

της επιθυμίας ή δίψας (τρίσνα), του κάρμα και της άγνοιας. Οι σπόροι μεγαλώνουν από αυτό και αποθηκεύονται στην Αλάγια. Όταν τα κύματα του ωκεανού της Αλάγια διαταράσσονται από τον άνεμο της αντικειμενικότητας—ερμηνευόμενης έτσι από το Μάνας—οι σπόροι αυτοί δίδουν μία συνεχή προμήθεια στην αδιάκοπη ροή των υδάτων των Βιζνάνας. Σε αυτήν τη γενική ταραχή στην οποία ζούμε όλοι εμείς τα αισθανόμενα όντα, η Αλάγια είναι τόσο υπεύθυνη όσο και το Μάνας· γιατί αν η Αλάγια αρνηθεί να παραλάβει τους σπόρους που στέλνονται από την περιοχή της Βιζνάνα, το Μάνας μπορεί να μην έχει τις ευκαιρίες να εξασκήσει τις δύο θεμελιώδεις λειτουργίες του, του «επιθυμείν» και του «χωριστικοποιείν». Αλλά ταυτόχρονα, το (γεγονός) ότι στην Αλάγια λαμβάνει χώραν μία μεγάλη καταστροφή γνωστή σαν «μεταστροφή», οφείλεται στην αυτοκαθοριζόμενη φύση της. Με αυτήν τη «μεταστροφή» στην Αλάγια, το Μάνας, όντας σε τόσο στενή σχέση με αυτήν, εμπειριώνει (και αυτό) επίσης μία μεταμόρφωση στη θεμελιώδη στάση του προς τις Βιζνάνας. Οι τελευταίες αυτές δεν αντιμετωπίζονται πιά σαν αναφορείς ενός εξωτερικού κόσμου, ο οποίος χαρακτηρίζεται από ατομικότητα και πολλαπλότητα. Η τοποθέτηση αυτή έχει τώρα εγκαταλειφθεί, ο εξωτερικός κόσμος δεν είναι πιά προσκολλημένος σαν τέτοιος, δηλαδή, σαν πραγματικότης, γιατί δεν είναι τίποτα περισσότερο από μία απλή αντανάκλαση της Αλάγια. Η Αλάγια κοιτάζει τον εαυτό της στον καθρέπτη του Μάνας. Από την πρώτη αρχή δεν υπήρξε τίποτε άλλο (εκτός) από αυτήν την ίδια. Εξ αυτού και η διδαχή του Μόνον-Νους (τσιτταμάτρα) ή Μόνον-Αλάγια.
Η θρησκευτική Σημασία

Η αναγκαιότης της κατανόησης της Αλάγια στη διπλή της όψη, (1) σαν απόλυτη πραγματικότης (βιβικταντάρμα) και (2) σαν υποκείμενη στην αιτιότητα (χετούκα), προέρχεται από την ιδέα της Βουδδότητας της Μαχαγιανα (μπουντάτα). Αν η Βουδδότης είναι κάτι απόλυτα μοναχικό, όλες οι προσπάθειες που καταβάλλουν τα αισθανόμενα όντα προς την κατεύθυνση αυτή για να πραγματοποιήσουν τη φώτιση, θα ήσαν ανώφελες. Με άλλα λόγια, αν ήταν έτσι, ο Ταθαγκάτα δεν θα είχε ποτέ την ευκαιρία να πλησιάσει τα αισθανόμενα όντα για να μπορέσει να πραγματοποιήσει όλα εκείνα που θα ήθελε να προσφέρει σε αυτά. Πρέπει να υπάρχει κάτι κοινό που μοιράζεται εξίσου (στον καθένα), έτσι ώστε όταν μία νότα χτυπιέται στο ένα άκρο, μία άλλη (που είναι συντονισμένη με αυτήν και ανταποκρίνεται σε αυτήν) να απαντήσει στο άλλο άκρο. Έτσι, η Αλάγια είναι γνωστή από τη μία σαν Ταθαγκάτα-γκάρμπα ή μήτρα της Ταθαγκατατότητας, και από την άλλη ο αγνοών την φαντασιώνεται σαν μία εγωική- ψυχή (πουντγκάλα ή άτμαν).

Επομένως, η Ταθαγκάτα-γκάρμπα, της οποίας το ψυχολογικό όνομα είναι Αλαγιαβιζνάνα, είναι μία δεξαμενή, πραγμάτων και καλών και κακών, και αγνών και βεβηλωμένων. Για να το ειπούμε διαφορετικά, η Ταθαγκάτα-γκάρμπα στην καθεαυτού-ιδιαίτερη-φύση της, είναι αρχικά άψογη (αμόλυντη), αλλά εξαιτίας της εξωτερικής της βρωμιάς (αγκαντουκλέσα) είναι λερωμένη, και όταν είναι λερωμένη—πράγμα που αποτελεί τη συνηθισμένη κατάσταση που βρίσκουμε σε όλα γενικώς τα αισθανόμενα όντα—είναι αδύνατη μία διαισθητική διείσδυση (πρατυϊάξα). Όταν αυτό είναι αδύνατον, όπως η περίπτωση με τους φιλοσόφους και με τις μάζες των αγνοούντων, (τότε) άλλοτε πιστεύεται ότι η Γκάρμπα είναι ένας δημιουργός (καράνα) και άλλοτε ότι είναι μία εγωική-ουσία (άτμαν). Έτσι (οι αγνοούντες), με αυτά που πιστεύουν για την Γκάρμπα, θεμελιώνουν, με αυτόν τον τρόπο, μία θεωρία για να ερμηνεύσουν πλέον τη μετενσάρκωση της (που τώρα πιά πιστεύεται, έτσι, σαν αιτιολογημένη) μέσα στα έξι μονοπάτια της ύπαρξης. Αν υπάρξει, ωστόσο, μία διαισθητική διείσδυση μέσα στην αρχέγονη αγνότητα (πρακριτιπαρισούντι) της Ταθαγκάτα-γκάρμπα, τότε το όλο σύστημα των Βιζνάνας περνάει μία επανάσταση. Αν η Ταθαγκάτα-γκάρμπα ή Αλαγιαβιζνάνα δεν ήταν ένα μυστηριώδες μίγμα αγνότητας και μόλυνσης, καλού και κακού, θα ήταν αδύνατη αυτή η απότομη μεταμόρφωση (παραβρίττι) μίας ολόκληρης προσωπικότητας. Δηλαδή, αν η Γκάρμπα ή η Αλάγια, μολονότι απόλυτα ουδέτερη και άχρωμη καθεαυτή, δεν έτρεφε επιπλέον μέσα της έναν κάποιον παραλογισμό, καμμία φώτιση δεν θα μπορούσε να εμπειριωθεί από κανένα ανθρώπινο ον. Η λογικότης πρέπει κάπου να υπερβαίνεται κατά κάποιον τρόπο. Και όπως αυτός ο παραλογισμός είναι πρακτικά εφικτός, η Μαχαγιανα καθιέρωσε τη θεωρία του Μόνον-Νους (τσιτταμάτρα).
Οντολογία και η Δίπτυχη Μη-Εγωικότης

Εξετάζοντας τη θεωρία του Μόνον-Νους, πρέπει να είμαστε προσεκτικοί να μην αντιληφθούμε αυτόν τον όρο ψυχολογικά. Ο Νους (τσίττα) εδώ δεν σημαίνει τον ατομικό μας νου, ο οποίος υπόκειται στο νόμο της αιτιότητας (χετουπρατυϊάγια). Η απόλυτη Τσίττα υπερβαίνει τη δυαδιστική σύλληψη της ύπαρξης, δεν ανήκει ούτε στο σύστημα των Βιζνάνας ούτε στον δικό μας αντικειμενικό κόσμο (βισάγια). Κατά συνέπειαν, αυτή η Τσίττα περιγράφεται συχνά με οντολογικούς όρους στη Λάνκα.

Ο πιο σημαντικός από αυτούς είναι «Βαστού», ο οποίος σε κάποιο σημείο της Σούτρας βρίσκεται ζευγαρωμένος με τον όρο «Ταθάτα» (σ. 147, στίχος 6) [1] και με τον όρο «Άρυα» σε κάποιο άλλο σημείο (σ. 164, στίχοι 9 και 10) (2) Στην πρώτη περίπτωση, οι όροι «Βαστού» και «Ταθάτα» χρησιμοποιούνται σαν συνώνυμα- αυτό που είναι Ταθάτα, αυτό είναι και Βαστού. Η Ταθάτα πρέπει να αποδοθεί είτε σαν «Ως-Εχει» είτε σαν «Έτσι-Είναι». Είναι ένας όρος που χρησιμοποιείται πολύ συχνά στα κείμενα της Μαχαγιανα, για να καθορίσει την ύψιστη πραγματικότητα, την πάντοτε προσιτή από την Πράζνα, την υπερβατική σοφία- Βαστού στον Βουδδισμό είναι συνήθως ένα χαρακτηριστικό πράγμα θεωρούμενο ως υπάρχον εξωτερικώς στις Βιζνάνας, και έτσι ακριβώς το ίδιο θεωρείται επίσης και στις περισσότερες περιπτώσεις στη Λάνκα. Αλλά σε αυτήν τη σχέση όπου Βαστού είναι Ταθάτα, πρέπει, προφανώς, να σημαίνει την ύψιστη πραγματικότητα.

Κατά τη δεύτερη περίπτωση κατά την οποία ο όρος Άρυα είναι προσαρτημένος στον όρο Βαστού, το άρυα εδώ πρέπει να είναι ένας τροποποιητής, δηλαδή, αυτή η πραγματικότης είναι κάτι που περιγράφεται σαν άρυα, «ευγενής», «άγιος» ή «άξιος».

Η ύψιστη πραγματικότης ονομάζεται επίσης «κάτι που είναι σε ύπαρξη από την αρχή-αρχή» (πουρβανταρμασθιτίτα σ. 241, στ. 14, ή παουρανασθιτινταρμάτα, σ. 143, στίχοι 5 και 9). Έτσι όπως είναι η αρχαιότερη πραγματικότης. η πραγμάτωση της σημαίνει επιστροφή στην αρχική διαμονή όπου οτιδήποτε βλέπει κανείς γύρω του, είναι ένα παλιό οικείο αντικείμενο. Στον Βουδδισμό Ζεν, κατά συνέπειαν, αυτή η εμπειρία παραβάλλεται με την επίσκεψη στο πατρικό σπίτι, καθώς επίσης και με το ήρεμο καταστάλαγμα (歸家穩坐,, κουέι-τσία γουέντσο). Οι Βούδδας, οι φωτισμένοι, διαμένουν όλοι εδώ όπως το χρυσάφι είναι ενσωματωμένο στο (χρυσ-) ορυχείο. Η πάντα-σταθερή πραγματικότης (σθιτίτα νταρματα) είναι υπεράνω αλλαγών.

Το να είναι υπεράνω αλλαγών, σημαίνει, το να παραμένει στη δική της, στην ιδιαίτερή της διαμονή, να μη μετακινείται από αυτήν, και γι' αυτόν τον λόγο η πραγματικότης είναι γνωστή σαν «ιδιοκατοικούσα» (ή αυτοδιαμένουσα), (σβάσθα, σ. 199, στ. 4), ή «παραμένουσα στη δική της διαμονή» (σβασθάνε 'βατισθάτε, σ. 178, στ. 15).[2] Το να κρατήσει κανείς την ιδιαίτερή του διαμονή, είναι, το να είναι μόνος, μοναχικός, απόλυτος- γι' αυτόν τον λόγο η Πραγματικότης είναι Βιβικταντάρμα, ένα πράγμα, ένα τι μοναχικότητας· Μπουντακότι όριο της πραγματικότητας, το οποίο δείχνει έναν παρόμοιο τρόπο σκέψης. Είναι πάλι Εκάγκρα, η κορυφή της εναδικότητας, και αυτή η κορυφή ή όριο (κάτι) είναι ταυτόχρονα μη-κορυφή, μη-όριο, γιατί αυτό αποκτάται μόνον όταν κάποιος κάμει ένα τελικό άλμα πέραν από την πολλαπλότητα των πραγμάτων.

Οι πιο συνηθισμένες εκφράσεις που δίδονται στην ύψιστη πραγματικότητα, γνωστή σαν Τσίττα, είναι: Ταθάτα, «Ως-Έχει» ή «Έτσι-Είναι»· Σατυϊάτα, «η κατάσταση του αληθινού όντος»· Μπουτάτα, «η κατάσταση του πραγματικού όντος»· Νταρμαντάτου, «βασίλειο της αλήθειας»· Νιρβάνα- το Μόνιμο (νίτυϊα)· Ομοιότης, (σαμάτα)· το Ένα, (αντβάγια)· Κατάπαυση, (νφόντα)· το Άμορφο, (ανψίττα)· Κενότης, (σουνιάτα), κ.λπ.

Από αυτές τις περιγραφές είναι φυσικό για τους Μαχαγιανιστές να αρνηθούν ψυχολογικά την ύπαρξη μίας εγωικής-ψυχής ή εγωικής-ουσίας στην Αλάγια, και να επιμείνουν οντολογικά ότι η τραγωδία της ζωής προέρχεται από την πίστη σε μία ουσιαστικότητα ή οριστικότητα ενός ατομικού αντικειμένου. Η πρώτη (δηλαδή, η θεωρία της μη-εγωικής- ψυχής), ονομάζεται τεχνικά, η διδαχή της Πουντγκαλαναϊράτμυϊα, μη-εγωικότης των προσώπων [3] και η δεύτερη (δηλαδή, η θεωρία της μη-εγωικής-ουσίας), ονομάζεται Νταρμαναϊράτμυϊα, μη-εγωικότης των πραγμάτων η μία αρνείται την πραγματικότητα μίας εγωικής-ψυχής και η άλλη την εσχατότητα ενός χαρακτηριστικού πράγματος (ή ατομικού αντικείμενου).

Επιφανειακά, αυτή η άρνηση ενός Άτμαν σε πρόσωπα και ατομικά αντικείμενα ηχεί αρνητικά και δεν δημιουργεί κανένα ηθικό νόημα. Αλλά, όταν κανείς αντιλαμβάνεται εσχατολογικά τί ακριβώς υποδηλώνεται με τον όρο Τσιτταμάτρα (Μόνον- Νους) ή με τον όρο Βιβικταντάρμα (ή Μοναχικότης), οι αρνήσεις είναι στο επίπεδο της σχετικότητας και του διανοήματος.

Ο όρος «η Μέση» (μαντυϊάμα), με τη σημασία «Η Μέση Οδός», δεν απαντάται στην κυρίως Λάνκα, εκτός από το τμήμα της που ονομάζεται Σαγκαθακάμ. Αλλά. η ιδέα ότι η αλήθεια δεν βρίσκεται στο δυαδιστικό δρόμο που διερμηνεύει την ύπαρξη και ότι η (αλήθεια) αυτή είναι πέραν από την κατηγορία του όντος και του μη-όντος, αυτή ακριβώς η ιδέα είναι κάτι που τονίζεται με έμφαση από άκρη σε άκρη μέσα στη Λάνκα. Μπορούμε να ειπούμε, πράγματι, ότι μία από τις κυριότερες θέσεις της Λάνκα είναι να καθιερώσει το Απόλυτον, που καθιστά δυνατόν έναν κόσμο λεπτομερειών, αλλά το οποίο δεν μπορεί να συλληφθεί μέσω του όντος και του μη-όντος (αστιναστίτβα). Αυτό το Απόλυτον είναι η Μέση Οδός της σχολής Μαντυαμάκα.


Το Ανεπίτευκτον

Αυτή η υπέρβαση όλων των μορφών της διττότητας, με οσεσδήποτε διαφορετικότητες και αν θα μπορούσε αυτή να εκφρασθεί, είτε σαν ον και μη-ον είτε σαν εναδικότης και πολλαπλότης, ή σαν αυτό και εκείνο ή σαν αιτιότης και μη- αιτιότης ή σαν μορφή και μη μορφή ή σαν ισχυρισμός και άρνηση ή σαν Σαμσάρα και Νιρβάνα ή σαν άγνοια και γνώση ή σαν εργασία και μη-εργασία ή σαν καλό και κακό ή σαν αγνότης και βεβήλωση ή σαν εγώ και μη- εγώ ή σαν εγκόσμιο και υπερκόσμιο κ.ο.κ. επ’ άπειρον— αυτή η υπέρβαση ενός κόσμου αντιθέσεων και αντιπαραβολών συνιστά μίαν από τις πιο σημαντικές σκέψεις της Μαχαγιανα. Δεν υπάρχει τίποτε πραγματικό, όσο παραμένουμε μπερδεμένοι στο κουβάρι της σχετικότητας, και τα βάσανα μας δεν θα φθάσουν ποτέ σε ένα τέλος. Επομένως, πρέπει να προσπαθήσουμε να συλλάβουμε την πραγματικότητα, αλλά αυτή η πραγματικότης δεν είναι κάτι τι το εντελώς μοναχικό. Διότι, σε αυτή την περίπτωση κανένας από εμάς δεν θα ήταν ικανός να έχει (αντιληφθεί) ούτε καν μία στιγμιαία αναλαμπή της, και εάν είχαμε, θα στρέφονταν σε κάτι το οποίο θα ερχόταν σε αντίθεση με αυτόν τον κόσμο της σχετικότητας, πράγμα το οποίο σημαίνει την απώλεια της κατάστασης της μοναχικότητας, δηλαδή, η μοναχικότης σχηματίζει τώρα μέρος αυτού του κόσμου.

Έτσι, σύμφωνα με τη Βουδδική φιλοσοφία, η πραγματικότης πρέπει να γίνει αντιληπτή σε αυτόν τον κόσμο και από αυτόν τον κόσμο, γιατί είναι αυτό το «Πέραν» το οποίο είναι επίσης «Εντός». Αυτό η Λάνκα το συγκρίνει με τη σελήνη στο νερό ή ένα λουλούδι στον καθρέπτη. (Η πραγματικότης) είναι εντός και ωστόσο εκτός, είναι εκτός και ωστόσο εντός. Η όψη αυτή της πραγματικότητας περιγράφεται σαν «ανεπίτευκτη» (αναπόκτητη) ή «ανέφικτη» (ανουπαλάμττντα). Και ακριβώς επειδή αυτή είναι ανεπίτευκτη-αναπόκτητη σε έναν κόσμο ιδιαιτεροτήτων, ο τελευταίος αυτός, από την άποψη της πραγματικότητας, είναι σαν ένα όνειρο, σαν ένας αντικατοπτρισμός, κ.ο.κ. Η λεπτότατη σχέση της πραγματικότητας με τον κόσμο είναι πέραν από κάθε περιγραφή, αυτή παραδίδει τα μυστικά της μόνο σε εκείνον ο οποίος, πράγματι, την έχει αντιληφθεί στον ίδιο του τον εαυτό, μέσω της ευγενούς σοφίας (αρυαζνάνα ή πράζνα.). Αυτή η συναίσθηση είναι επίσης ένα είδος γνώσης, αν και διαφέρει από εκείνην που είναι, γενικά, γνωστή με αυτό το όνομα.


Επιστημολογία

Χωρίς μία γνωσιολογική θεωρία, επομένως, η φιλοσοφία της Μαχαγιανα γίνεται ακατανόητη. Η Λάνκα είναι απόλυτα σαφής, θεωρώντας σαν δεδομένους δύο τύπους γνώσης: τον έναν για τη σύλληψη του απόλυτου ή την είσοδο μέσα στο βασίλειο του Μόνον-Νους, και τον άλλον για την κατανόηση της ύπαρξης στη δυαδιστική της όψη, στην οποία κυριαρχεί η λογική και είναι ενεργοποιημένες οι Βιζνάνας. Στη Λάνκα ο τελευταίος αυτός τύπος περιγράφεται σαν Χωριστικότης (βικάλπα) και ο πρώτος υπερβατική σοφία ή γνώση (πράζνα). Το ξεχώρισμα αυτών των δύο τύπων της γνώσης είναι το πλέον ουσιώδες στη Βουδδική φιλοσοφία.

Αναμφισβήτητα η Λάνκα προτιμά τη χρήση του όρου Αρυαζνάνα αντί για τον όρο Πράζνα, αν και ο τελευταίος αυτός ήταν σε χρήση από την πρώιμη εποχή του Βουδδισμού. Η Αρυαζνάνα, η ευγενής σοφία, γενικώς, είναι ζευγαρωμένη με τον Πρατυάτμα, τον εσωτερικό εαυτό, αποκαλύπτοντας ότι αυτή η ευγενής, υπέρτατη σοφία, είναι μία πνευματική λειτουργία που διενεργείται στα βάθη της ύπαρξης μας. Εφόσον αυτή ενδιαφέρεται για την ύψιστη πραγματικότητα ή έσχατη αλήθεια των πραγμάτων, δεν είναι επιφανειακή γνώση σχετιζόμενη με συγκεκριμένα αντικείμενα και τις σχέσεις τους. Η Αρυαζνάνα είναι μία διαισθητική κατανόηση η οποία, διεισδύοντας διά μέσου της επιφάνειας της ύπαρξης, βλέπει μέσα σε εκείνο το οποίον είναι η αιτία για το κάθε τι, λογικά και οντολογικά.

Η Λάνκα δεν κουράζεται ποτέ να τονίζει στους αναγνώστες της τη σπουδαιότητα αυτής της κατανόησης στην επίτευξη της πνευματικής ελευθερίας, γιατί αυτή η κατανόηση είναι μία θεμελιώδης διαίσθηση μέσα στην αλήθεια του Μόνον-Νους και συνιστά τη Βουδδική φώτιση, με την οποία αρχίζει αληθινά η θρησκευτική ζωή ενός Μποντισάττβα.

Αυτή η υπερβατική Ζνάνα περιγράφεται με διάφορους τρόπους στη Λάνκα. Είναι Πραβικαγιαμπούντι, δηλαδή μία ενόραση —Αγγλ. απόδ. Insight—προσηλωμένη επάνω στο έσχατο πεδίο της ύπαρξης. Είναι Σβαμπούντι, έμφυτη εν εαυτή· Νιραμπάσα ή Αναμπάσα (κατάσταση χωρίς εικόνα—Αγγλ. απόδ. Imagelessnees) πέραν από όλες τις απτές μορφές· Νιρβικάλπα, πέραν από τη χωριστικότητα με την έννοια της άμεσης εμπειρικής γνώσης προτού αρχίσει η ανάλυση (επεξεργασία-καταστροφή) με οποιαδήποτε μορφή· είναι επομένως τελείως ανέκφραστη μέσω λέξεων (βακ ή ρούτα). Η αφύπνιση της υπέρτατης γνώσης (ανουτταρασαμυακσαμπόντι) είναι το θέμα των Σούτρας της Πραζναπαραμίτα, αλλά στη Λάνκα το βάρος του λόγου είναι τοποθετημένο στην πραγμάτωση, μέσω της Αρυζνά- να, της έσχατης πραγματικότητας, η οποία είναι Μόνον-Νους. Αυτή η τόσο χαρακτηριστική ψυχολογική έμφαση της Λάνκα συντελεί, ώστε αυτή η Σούτρα να κατέχει μία μοναδική θέση στη φιλολογία της Μαχαγιανα.

Η γνώση που στέκεται σε αντιπαράθεση με την Πράζνα ή Αρυαζνάνα, είναι η Βικαλπαμπούντι ή απλά Βικάλπα, την οποία έχω αποδώσει σαν «χωριστικότης». Αυτή είναι σχετική γνώση, εργαζόμενη επάνω στο πλάνο της διττότητας και μπορεί να ονομασθεί η αρχή της διχοτόμησης, με την οποία, έτσι, μπορεί να γίνει εφικτόν το «δικάζειν». Η ύπαρξη είναι πάντοτε διηρημένη από εμάς σε ζευγάρια αντιληπτικότητας, θέσης και αντίθεσης, δηλαδή, ον και μη-ον, μόνιμο και παροδικό, Νιρβάνα και Σαμσάρα, γέννηση και θάνατος, δημιουργία και δημιούργημα, αυτό και εκείνο, Εγώ και μη-Εγώ κ.ο.κ. κατ’ αρέσκειαν. Αυτό οφείλεται στη δραστηριότητα της Βικάλπα. Η Λαξάνα (μορφή) της ύπαρξης που παρουσιάζεται έτσι (με αυτόν τον τρόπο) σε εμάς, δεν είναι η πραγματική, όσον αφορά τη φύση της, είναι η δική μας σκεπτοκατασκευή ή σκεπτομορφή (βιζνάπτι), αλλά το Μπούντι μας, το οποίο αναζητά πολλαπλότητες, αποτυγχάνει να κατανοήσει αυτό το γεγονός και μας κάμει να προσκολλώμεθα στα φαινόμενα σαν (να ήταν) πραγματικότητες. Σαν αποτέλεσμα (αυτής της αποτυχίας), ο κόσμος στον οποίο βρίσκουμε τώρα ζωντανούς τους εαυτούς μας, παύει να είναι εκείνο που είναι «εν εαυτώ», γιατί (τώρα), είναι ένας κόσμος τον οποίο έχουμε κατασκευάσει σύμφωνα με την άγνοια μας και τη χωριστικότητα. Η πραγματικότης μας διαφεύγει, η αλήθεια ξεγλιστράει από την αντίληψη μας, οι λανθασμένες απόψεις συσσωρεύονται, οι λανθασμένες κρίσεις συνεχίζονται αθροίζοντας πολυπλοκότητες επάνω στις πολυπλοκότητες. Κατ’ αυτόν τον τρόπο δημιουργούνται οι καθ’ έξιν μηχανισμοί ενεργειακής αντίδρασης (στα κάθε είδους νέα γεγονότα, καθώς και στα νέα συμβάντα). (Ο σανσκριτικός όρος για τους «καθ’ έξιν μηχανισμούς ενεργειακής αντίδρασης» είναι «βασάνα»· ο όρος αυτός αποδίδεται συνηθέστερα σαν: «δύναμη της συνήθειας». Σημ. Φ. P.). Οι μηχανισμοί αυτοί παίρνουν, τελικά, τον πλήρη έλεγχο επάνω στην Αλαγιαβιζνάνα, και η Αλάγια, το Απόλυτον, είναι πάντοτε ανίκανη να ξεμπερδέψει τον εαυτό της από αυτά τα εμπόδια. Αιώνια, άσκοπη μετενσάρκωση πρέπει να είναι, κατόπιν αυτού, το πεπρωμένο μας.


Η Δίπτυχη Αλήθεια (σάτυα)

Η διάκριση μεταξύ της ύψιστης Αλήθειας (παραμαρθασάτυα) και της συμβατικής αλήθειας (σαμβρίτι-σάτυα) δεν περιέχεται σαφώς μέσα στη Λάνκα, αλλά γίνονται περιστασιακοί υπαινιγμοί σε αυτές, και λέγεται, ότι η ψευδής χωριστικότης ανήκει στη συμβατικότητα (σ. 131, στ. 3). Μία άλλη λέξη για τη συμβατικότητα είναι Βυϊαβαχάρα, εγκόσμια εμπειρία, σύμφωνα με την οποία ομιλούμε για πράγματα που γεννιούνται και καταστρέφονται, καθώς επίσης για το πώς, τί, πού κ.λπ. της ύπαρξης. Η γνώση αυτού του είδους δεν μας βοηθάει στο να έχουμε μία ενόραση μέσα στα βάθη του όντος.

Οι Τρεις Σβαμπάβας

Ένας άλλος τρόπος ταξινόμησης της γνώσης στη Λάνκα είναι γνωστός σαν τρεις Σβαμπάβας. Αυτή είναι μία ταξινόμηση αναγνωρισμένη από όλες, γενικά, τις σχολές του Βουδδισμού Μαχαγιανα. Σβαμπάβα σημαίνει «ίδια-ιδιαίτερη-φύση» ή «καθεαυτού-πραγματικότης» ή «ιδιαίτερη-ουσία, αυτουσιον». η ύπαρξη της οποίας υπό κάποια μορφή είναι λαϊκά αποδεκτή. Η πρώτη μορφή της γνώσης κάτω από το πρίσμα της οποίας η πραγματικότης των πραγμάτων θεωρείται σαν δεδομένη, ονομάζεται Παρικαλπίτα, «φανταστική», δηλαδή, φαντασία με την κοινή της έννοια. Αυτή είναι μία ψευδαίσθηση, γιατί τα πράγματα φαντάζουν ότι υπάρχουν πραγματικά εκεί όπου, πράγματι, δεν υπάρχουν καθόλου. Είναι σαν το κοίταγμα ενός αντικατοπτρισμού, ο οποίος χάνεται, καθώς κανείς τον πλησιάζει. Τα φανταστικά (παρικαλπίτα), επομένως, αντικείμενα δεν έχουν αντικειμενική πραγματικότητα.

Η δεύτερη μορφή της γνώσης με την οποία εξετάζουμε την ύπαρξη είναι η Παρατάντρα, «εξαρτώμενη από κάτι άλλο». Αυτή είναι ένα είδος επιστημονικής γνώσης, βασισμένης στην ανάλυση. Οι Βουδδιστές χρησιμοποιούν αυτήν τη γνώση, για να ανασκευάσουν την ουσιαστικότητα των χαρακτηριστικών πραγμάτων (ή ατομικών αντικειμένων), δηλαδή τη σβαμπαβάτβα των πραγμάτων. Σύμφωνα με αυτούς, δεν υπάρχει τίποτε αυθύπαρκτο στον κόσμο- το κάθε τι εξαρτάται από κάτι άλλο για την ύπαρξη του, τα πράγματα είναι αμοιβαίως εξηρτημένα, σε παγκόσμιο επίπεδο, ατελείωτα συσχετισμένα το ένα με το άλλο. Ανατέμνουμε ένα αντικείμενο θεωρούμενο τελικό, και αυτό χάνεται διαλυόμενο μέσα σε αέρινη ανυπαρξία. Οι σύγχρονοι επιστήμονες δηλώνουν, ότι η ύπαρξη δεν είναι τίποτε περισσότερο, από μία μαθηματική φόρμουλα. Εξετάζοντας όμως (την ύπαρξη) από την άποψη της Παρατάντρα, οι Μαχαγιανιστές θα ειπούν ότι δεν υπάρχει Σβαμπάβα σε οτιδήποτε απευθύνεται σαν τέτοιο στις Βιζνάνας.

Η φανταστική άποψη (παρικαλπίτα) της πραγματικότητας δεν μας δίδει μία αληθινή γνώση γι’ αυτήν, και η άποψη της σχετικότητας (παρατάντρα) την περιορίζει μέσα στην ανυπαρξία. Αν είναι έτσι, πού θα αγκυροβολήσει η βάρκα της φώτισης μας; Η Λάνκα μας λέγει, ότι υπάρχει ένας τρίτος τρόπος θεώρησης της ύπαρξης, ονομαζόμενος Παρινισπάννα, «τελειοποιημένη», η οποία μας επιτρέπει να εξοικειωθούμε αληθινά με την πραγματικότητα, ακριβώς όπως αυτή είναι. Αυτή είναι η «τελειοποιημένη» γνώση, με την οποία γινόμαστε ικανοί να ιδούμε πραγματικά μέσα στη φύση της ύπαρξης, να αντιληφθούμε σωστά τί σημαίνει Σβαμπάβα, και να δηλώσουμε ότι δεν υπάρχει Σβαμπάβα όπως φαντασιώνεται από τον αγνοούντα και ότι όλα είναι κενά (σούνια).

Η τέλεια η «τελειοποιημένη» γνώση προκύπτει από την Πράζνα, ή Αρυαζνανα, ή καμμιά φορά απλά Ζνάνα, βλέποντας μέσα στο Ως-Έχει των πραγμάτων. Αυτή αντιλαμβάνεται τα πράγματα όπως αυτά είναι (καθεαυτά), διότι πηγαίνοντας πέραν από την περιοχή του όντος και του μη-όντος, η οποία ανήκει στη χωριστικότητα, στην αρχή της διχοτόμησης, καταδύεται μέσα στην άβυσσο, εκεί όπου δεν υπάρχουν σκιές (αναμπάσα). Αυτό ονομάζεται αυτο-πραγμάτωση (σβασίντι). Η Λάνκα δηλώνει ακριβώς (το ίδιο), έτσι όπως ο σοφός βλέπει την πραγματικότητα με τους οφθαλμούς της Πράζνα που εξακριβώνουν, πράγματι, τί είναι αυτή οριστικά, δηλαδή την βλέπουν όπως είναι στην ιδιαίτερη-καθεαυτού της φύση (μπαβασβαμπάβα) και όχι όπως αυτή (η πραγματικότης) βλέπεται από τον αγνοούντα, οι οφθαλμοί του οποίου δεν ανυψώνονται ποτέ πέραν από τον ορίζοντα της σχετικότητας.

Αυτό πάλι ονομάζεται «βλέπειν μέσα στην κενότητα των πραγμάτων». Η κενότης (σουνιάτα), ωστόσο, δεν σημαίνει «σχετικότης», όπως νομίζεται από μερικούς λογίους μελετητές. Η. σχετική κενότης αφορά την κατώτερη στάθμη της γνώσης και δεν αποκαλύπτει την πραγματική όψη της ύπαρξης όπως αυτή είναι. Η κενότης που αναφέρεται στα κείμενα της Μαχαγιανα, προχωρεί πολύ βαθύτερα μέσα σε αυτό το ζήτημα. (Η κενότης) αυτή είναι το αντικείμενο της υπερβατικής γνώσης. Όσο κανείς παραμένει στον κόσμο της σχετικότητος, όπου η λογική κυβερνά υπέρτατα, δεν μπορεί να έχει ούτε την παραμικρή ιδέα για την αληθινή κενότητα ή για το τί περιγράφεται στην Πραζναπαραμίτα σαν Μαχασουνιάτα. Η Λάνκα έχει επίσης αυτό το είδος της Σουνιάτα, μνημονευόμενο σαν μία από τις επτά Κενότητες. Η ονομαζόμενη σχετική-κενότης ανταποκρίνεται στην πρώτη από τις επτά Κενότητες, ενώ η Σουνιάτα της Μαχαγιανα είναι Παραμάρθα-αρυαζνάνα-μαχασουνιάτα. δηλαδή, η μεγάλη κενότης της ευγενούς σοφίας, η οποία είναι η ύψιστη πραγματικότης.


Τα Πέντε Ντάρμας

Πριν τελειώσουμε αυτό το τμήμα, δεν πρέπει να παραλείψουμε να αναφερθούμε σε κάτι που είναι γνωστό στη Λάνκα σαν τα Πέντε Ντάρμας, θέμα που αποτελεί ένα από τα κυριότερα αντικείμενα της πραγματείας. Τα Πέντε Ντάρμας και οι Τρεις Σβαμπάβας είναι διαφορετικοί τρόποι για την κατάταξη του ίδιου υλικού. Τα Πέντε Ντάρμας είναι: Εμφανίσεις (νιμίττα), Ονόματα (νάμα), Χωριστικότης (σαμκάλπα), Ορθή Γνώση (σαμυαγκζνάνα), και Ως-Εχει (ταθάτα). Τα τρία πρώτα ανταποκρίνονται στις δύο από τις τρεις Σβαμπάβας, Παρικαλπίτα και Παρατάντρα, ενώ τα δύο τελευταία ανήκουν στην Παρισπάννα.


Η σχετική μας γνώση αρχίζει με την αντίληψη Εμφανίσεων στις οποίες δίδονται Ονόματα. Τα ονόματα είναι τότε αληθινή σκέψη και η χωριστικότης συνεχίζεται. Μπορούμε να ειπούμε, ότι η χωριστικότης υπήρχε σ’ εμάς από το πρώτο γεγονός, όταν αυτό που ονομάζεται αντίληψη δεν είχε ακόμη λάβει χώραν. Γιατί η ονομασία είναι αδύνατη χωρίς (να υπάρχει) κάποια μορφή χωριστικότητας. Τότε μπορεί να μας συμβεί το χειρότερο πράγμα καθώς αρχίζουμε να πείθουμε τους εαυτούς μας και να νομίζουμε ότι ονομάζοντας τα πράγματα, επιτρέπουμε την επιτυχή προβολή της ύπαρξης, και έτσι να αισθανθούμε άνετα με τα θρησκευτικά προβλήματα. Αν και χωρίς ονομασία καμμία γνώση δεν είναι δυνατή, η Ορθή Γνώση (σαμυαγκζνάνα) δεν μπορεί να περιγράφει εδώ. Γιατί αυτή είναι η ανέκφραστη, η ακατονόμαστη, είναι το νόημα (άρθα) που δεν γίνεται αντιληπτό με λέξεις. Σε αυτό η Λάνκα δεν επιτρέπει αμφιβολία- με τη μεγαλύτερη έμφαση, μας συμβουλεύει να μην πιανόμαστε στις λέξεις.

Το αντικείμενο της Ορθής Γνώσης είναι το Ως-Έχει των πραγμάτων, όντας μη καθορισμένο από την κατηγορία του όντος και του μη-όντος. Είναι με αυτήν την έννοια, όπου η έσχατη πραγματικότης λέγεται, ότι είναι σαν τη σελήνη στο νερό- δεν είναι βουτηγμένη σε αυτό, ούτε είναι έξω από αυτό. Δεν μπορούμε να ειπούμε ότι η σελήνη είναι βυθισμένη στο νερό, γιατί είναι μία απλή αντανάκλαση· αλλά δεν μπορούμε να ειπούμε ότι δεν είναι εκεί, διότι παρόλο που μπορεί να είναι μία αντανάκλαση, (όμως) είναι πραγματικά μπροστά μας. Η πολλαπλότης των αντικειμένων δεν είναι πραγματική, τόσο από την άποψη της σχετικότητας, όσο και από την άποψη του Ως- Έχει. Αν κάποιος δηλώσει μία τέτοια πραγματικότητα σαν και αυτή που υποστηρίζεται από τη Μαχαγιανα, αυτή είναι πολύ αιθέρια, πολύ σαν φάντασμα, πολύ μη-πραγματική για τις θρησκευτικές μας φιλοδοξίες, η Λάνκα αμέσως θα απαντήσει εύστοχα: «Παραμένετε ακόμη στο επίπεδο της σχετικότητας». Όταν η Αρυαζνάνα είναι αφυπνισμένη, η Ταθάτα είναι το πλέον αληθινό πράγμα και ένας όρος τόσο πολύ ταιριαστά εφαρμοσμένος, όσο έχει κανείς τη δύναμη να περιγράψει.




 
    [1]  Αυτοί οι αριθμοί, εδώ, όπως και παρακάτω, αναφέρονται στις σελίδες και τους στίχους της Σανσκριτικής έκδοσης. Στο ανά χείρας έργο οι σελίδες του Σανσκριτικού κειμένου αναγράφονται εντός παρενθέσεως με εντονότερους χαρακτήρες αριθμών. Οι στίχοι δεν συμπίπτουν ακριβώς με αυτούς του παρόντος, βρίσκονται όμως κατά προσέγγιση. Βλ. και (υσ.) στην αρχή του Πρώτου Κεφαλαίου. (Σημ. Φ. P.).
     [2] Παράβαλε σ. 124, στ. 1.
    [3]  Η. σύλληψη της Ταθαγκάτα-γκάρμπα δεν πρέπει να συγχέεται με εκείνην της Πουντγκάλα ή Ατμαν. Βλ. παράγραφο XXVIII. για την μη-ύπαρξη μίας προσωπικής εγωικής ψυχής και την μη-πραγματικότητα ενός ατομικού αντικειμένου (ή χαρακτηριστικού πράγματος), βλ. κυρίως στην § XXIV στο Δεύτερο Κεφάλαιο του παρόντος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου