Ζούσε κάποτε ένας νεαρός άνδρας
που ονομάζονταν Τάσι, που δεν ήταν και πολύ επιδέξιος σε θέματα
καθημερινότητας. Όσο και αν προσπαθούσε ο πατέρας του, δεν κατάφερνε να τον
πείσει να κυνηγήσει για τροφή – ο γιος αρνιόταν να αφαιρέσει μια ζωή και δεν
έτρωγε καν το κρέας που έφερνε ο πατέρας για το φτωχικό γεύμα.
Ο Τάσι είχε τρεις αδελφές, που
είχαν όλες τους παντρευτεί πλούσιους άνδρες και συχνά ο πατέρας και η μητέρα
του θρηνούσαν για την κακή τους τύχη να μείνουν με έναν γιο που δεν θα ήταν
ικανός να τους φροντίσει στα γεράματά τους, έναν γιο που δεν θα κυνηγούσε
θηράματα ή πουλερικά, ο οποίος ήταν τόσο πράος και ήπιος χαρακτήρας.
‘Θα έπρεπε να είχε γίνει μοναχός’
έκλαιγε η μητέρα του, ‘γιατί σε τι καλό θα μας χρησιμεύσει ο γιος μας αυτός;
Όταν θα γεράσουμε θα πρέπει να ζητιανεύουμε από τις κόρες μας και από τους
γείτονες για να γλυτώσουμε από την πείνα.’ Αυτό ήταν το συνεχές παράπονο των
γονιών του, αλλά και πάλι το αγόρι αρνιόταν να σκοτώσει. ‘Κάθε ζωή είναι ιερή’
έλεγε, ‘δεν μπορώ να σκοτώσω ένα άλλο ζωντανό ον.’
Μια μέρα ο πατέρας του επέμενε να
τον συνοδεύσει ο Τάσι σε ένα ταξίδι για κυνήγι. Περπατούσαν για πολλά μίλια και
ο πατέρας ανησυχούσε γιατί δεν είχαν επιτυχία και το μόνο που είχε καταφέρει να
πιάσει ήταν ένας μικρός λαγός. Ο πατέρας σκεφτόταν, ‘Αυτός ο γιος μου φταίει.
Φέρνει κακοτυχία.’
Ο νεαρός άνδρας κάθονταν πάνω σε
ένα βράχο τρώγοντας τη λιτή μερίδα από φρούτα και τυρί σκαλίζοντας την προσευχή
στον Τσενρέζι, στο βράχο πίσω του: ΟΜ ΜΑΝΙ ΠΑΝΤΜΕ ΧΟΥΝΓΚ. Κατά μήκος ολόκληρου
του μονοπατιού υπήρχαν παρόμοιες προσευχές που ήταν σκαλισμένες στα βράχια από
τους ταξιδιώτες, γιατί το μονοπάτι οδηγούσε σε ένα ιερό ναό τον οποίο
επισκέπτονταν οι ταξιδιώτες όταν περνούσαν από κει. Ο Τσενρέζι η προστατευτική
θεότητα του Θιβέτ, ο Κύριος του Ελέους, ενέπνεε μεγάλη αφοσίωση στους ανθρώπους
και ακόμα και ο πατέρας του Τάσι όταν είδε τι έκανε ο γιος του, απάγγειλε
σιωπηλά την πανίσχυρη αυτή προσεχή, πάλι και πάλι, γυρίζοντας ταυτόχρονα με τα
δάχτυλά του τις χάντρες από το κομποσκοίνι του. Η αφαίρεση της ζωής ήταν
εναντίον της Βουδιστικής του πίστης αλλά έπρεπε να παρέχει τροφή στη σύζυγο του
και προσπαθούσε στ’ αλήθεια να σκοτώνει τα ζώα όσο το δυνατόν πιο ανθρώπινα,
προσευχόμενος γι αυτά όταν το έκανε. Ήταν ξεκάθαρο για τον πατέρα ότι δεν θα
κατάφερνε να κάνει το γιο του να δει την αναγκαιότητα γι αυτό. Το παιδί δεν θα
αφαιρούσε ποτέ μια ζωή, άσχετα από πόσο πεινασμένο και αν ήταν και ο πατέρας
δεν έβλεπε κανένα τρόπο για να βγει από αυτό το αδιέξοδο.
Πατέρας και γιος περπάτησαν ακόμα
λίγο με τον πατέρα να αναζητά μικρά ζώα και πουλιά. Ξαφνικά είδε κάτι μέσα στα
δέντρα που η ανάσα του κόπηκε. Εκεί πέρα, στο χωράφι που σταματούσε το μονοπάτι
τους είδε ένα μεγάλο λαγό. Ήταν πραγματικά το καλύτερο πράγμα που εμφανίστηκε
στο δρόμο του μια βδομάδα τώρα και ήταν αποφασισμένος να μην τον χάσει.
Αρπάζοντας την σφεντόνα του σύρθηκε στα κρυφά ανάμεσα από τα δέντρα για να
βλέπει καλύτερα το μεγάλο καστανό ζώο. Ο λαγός πηδούσε τρέχοντας προς το μέρος
του, με τα δυνατά πίσω πόδια του να τον ωθούν με τέτοια ορμή που ήταν αδύνατο
για τον πατέρα να έχει καλό σημάδι.
Ξαφνικά, ο λαγός σταμάτησε, καθώς
αισθάνθηκε ότι υπήρχε κάποιος κίνδυνος. Η μύτη του συσπάστηκε, το κεφάλι του
στρέφονταν δεξιά, αριστερά και τα αυτιά του ήταν ορθάνοιχτα καθώς
αφουγκράζονταν τους ήχους. Ήταν τώρα τόσο κοντά που το αγόρι μπορούσε να δει το
λαγό ολοκάθαρα, όπως επίσης και ο πατέρας που ήταν έτοιμος να εξακοντίσει από
την σφεντόνα του μια μεγάλη πέτρα, όταν το αγόρι σηκώθηκε και φώναξε, ‘Όχι
πατέρα, Όχι! Μην τον σκοτώσεις!’. Ο λαγός πήδηξε στον αέρα και εξαφανίστηκε
μέσα σε ένα δευτερόλεπτο, τρέχοντας να κρυφτεί μέσα σε ένα χωράφι με κριθάρι,
που του έδινε καταφύγιο από τον θυμωμένο διώκτη του.
Ο πατέρας στάθηκε άφωνος για
μερικά λεπτά, με το πρόσωπό του κάτωχρο και τον θυμό να ξεχύνεται σε όλο του το
σώμα. ‘Γιατί;’ είπε τελικά στο γιο του, ‘Γιατί το έκανες αυτό;’ Ο Τάσι ήταν
ανήσυχος, ήξερε ότι ο πατέρας του ήταν πιο θυμωμένος από ποτέ άλλοτε και
ανέμενε το μεγαλύτερο ‘ξύλο’ της ζωής του.
Ο πατέρας δεν μπορούσε να ελέγξει
πια τον εαυτό του. Παίρνοντας μια μεγάλη πέτρα από το πλάι του μονοπατιού
προχώρησε προς το μέρος του γιου του. ‘Θα σε σκοτώσω’ είπε, ‘Θα σε σκοτώσω
μοναδικέ μου γιε.’ Λέγοντας έτσι, ετοιμάστηκε να πετάξει την πέτρα προς το
κεφάλι του Τάσι, αλλά εκείνος οπισθοχώρησε, φοβισμένος τώρα, ικετεύοντας τον
πατέρα του να του χαρίσει τη ζωή. Στην μια μεριά του μονοπατιού υπήρχε ένα
βραχώδες πρανές και στη μια μεριά του υπήρχε μια μικρή σπηλιά. Το άνοιγμα ήταν
απλώς μια μικρή σχισμή και ο νεαρός άνδρας οπισθοχώρησε προς τα εκεί,
καταφέρνοντας ίσια ίσια να στριμωχτεί εκεί μέσα πριν να εξαπολύσει ο πατέρας του
τη μεγάλη πέτρα ενάντια στο κεφάλι του. Το πόδι του χτύπησε στο βράχο και
φώναξε από πόνο.
Μέσα στη σπηλιά πια ο Τάσι ήξερε
ότι ήταν ασφαλής, αφού το άνοιγμα ήταν πολύ μικρό για να καταφέρει να περάσει ο
πατέρας του. Ο Τάσι δεν ήταν σε θέση να πει πόσο μεγάλη ήταν η βραχώδης φυλακή
του, επειδή ήταν σκοτεινά και ήταν αδύνατο να διακρίνει κάτι μέσα στη σπηλιά.
Κινούμενος εκατοστό προς εκατοστό κατά μήκος των αιχμηρών τοιχωμάτων της
σπηλιάς έφτασε μετά από λίγα μέτρα στο τέλος της και εκεί ξάπλωσε στο έδαφος,
με το πόδι του να αιμορραγεί και μετά από λίγο λιποθύμησε.
Πολλές ώρες αργότερα συνήλθε από
τον ήχο βημάτων, ανακάθισε και με οδύνη θυμήθηκε τα γεγονότα που υπήρξαν η
αιτία να τραυματιστεί και να αναζητήσει καταφύγιο από τον θυμωμένο του πατέρα.
Τα βήματα ακούγονταν ολοένα και πιο δυνατά. Φώναξε για βοήθεια, αλλά η φωνή του
ήταν αδύναμη και μόνο ένας ασθενικός ψίθυρος βγήκε από τα χείλη του.
Επιστρατεύοντας όλη του τη δύναμη ο Τάσι φώναξε και πάλι, αυτή τη φορά πιο
δυνατά. Τα βήματα σταμάτησαν και μπορούσε να ακούσει το απαλό μουρμουρητό φωνών
έξω από τη σπηλιά.
Ξαφνικά ένα κεφάλι εμφανίστηκε
από το άνοιγμα, δυο μάτια ήταν στραμμένα κατά πάνω του και μια φωνή του φώναζε
να βγει από την σπηλιά. ‘Δεν μπορώ να κινηθώ’ απάντησε, ‘είμαι τραυματισμένος
και είναι πάρα πολύ δύσκολο να διασχίσω αυτά τα λίγα μέτρα μέχρι το άνοιγμα της
σπηλιάς.’
Το κεφάλι εξαφανίστηκε και
αντικαταστάθηκε σύντομα από ένα άλλο. Στη συνέχεια ένα μικρό αγόρι πέρασε μέσα
από τη σχισμή του βράχου και σύρθηκε προς τον Τάσι. Εκείνος μπορούσε να δει ότι
ήταν ένας μοναχός που κινούνταν προς το μέρος του με τεντωμένα χέρια για να τον
στηρίξει και να τον οδηγήσει με ασφάλεια. Όταν πια ο Τάσι βγήκε από τη σπηλιά
είδε ότι έξω από αυτή ήταν τρεις μοναχοί που ταξίδευαν παρέα για ένα προσκύνημα
στον ιερό ναό.
Τον μετέφεραν στην ομαλή όχθη
γεμάτη από γρασίδι, τον ξάπλωσαν κάτω και φρόντισαν το πόδι του. Στη συνέχεια,
αφού μοιράστηκαν μαζί του το φαγητό τους, του ζήτησαν να τους πει την ιστορία
του, το πώς βρέθηκε σε μια τέτοια δύσκολη κατάσταση. Το αγόρι τους διηγήθηκε τι
είχε συμβεί, αναφέροντας την άρνησή του να κυνηγήσει για τροφή και το πώς
τελικά, ο πατέρας του, καθοδηγούμενος από απελπισία, προσπάθησε να σκοτώσει το
μοναδικό του γιο.
Οι μοναχοί άκουγαν χωρίς να
μιλούν. Μετά ο επικεφαλής μοναχός πρότεινε στο αγόρι να τους συνοδεύσει στο
ταξίδι τους. Έτσι και έγινε, με τον Τάσι να είναι ντυμένος με την ενδυμασία
ενός επαίτη μοναχού.
Λίγες μέρες μετά, έφτασαν στο
σπίτι της μεγαλύτερης αδελφής του Τάσι. Ο επικεφαλής μοναχός πλησίασε προς την
πόρτα, τη χτύπησε και όταν εμφανίστε η αδελφή, ζήτησε φαγητό. Η αδελφή πήγε να
φέρει φαγητό για τους περιπλανώμενους μοναχούς, αλλά μόλις ήταν έτοιμοι να
φύγουν τους ρώτησε: ‘Μήπως συναντήσατε στο ταξίδι σας τον χαμένο μου αδελφό;’
‘Λείπει πολλές μέρες τώρα και ανησυχούμε για ‘κείνον.’
Ο επικεφαλής μοναχός αποκρίθηκε
ότι δεν τον είχαν συναντήσει, αλλά αν τον συναντούσαν θα του ανέφεραν σίγουρα
το ενδιαφέρον τους. Η μεγαλύτερη αδελφή δεν αναγνώρισε τον αδελφό της ντυμένο
με τα ράσα ενός μοναχού.
Σύντομα έφτασαν στο σπίτι της
μεσαίας αδελφής. Και πάλι ο επικεφαλής μοναχός προσέγγισε το σπίτι, ζητώντας
προμήθειες, τις οποίες του έδωσαν και τους ρώτησαν και πάλι αν είχαν συναντήσει
τον χαμένο αδελφό. Ο επικεφαλής μοναχός αποκρίθηκε ότι δεν είχαν συναντήσει το
νέο άνδρα και συνέχισαν το δρόμο τους.
Όταν έφτασαν στο σπίτι της
μικρότερης αδελφής για να ζητήσουν προμήθειες εκείνη αναγνώρισε αμέσως τον
χαμένο της αδελφό και τον αγκάλιασε ικετεύοντάς τον να μείνει με εκείνους που
τον αγαπούν.
Οι τρεις αδελφές συγκεντρώθηκαν
στο σπίτι της μικρότερης και οργανώθηκε ένα γλέντι για να γιορτάσουν την
επιστροφή του Τάσι. Έδωσαν πολλά δώρα στους μοναχούς και τους ζήτησαν να
μείνουν ως προσκεκλημένοι τους για όσο καιρό επιθυμούσαν, εκείνοι όμως
αρνήθηκαν και άφησαν το σπίτι της μικρότερης αδελφής για να συνεχίσουν το
ταξίδι τους.
Ο Τάσι ευχαρίστησε τις αδελφές
του για τη βοήθεια και το ενδιαφέρον τους, τους ζήτησε όμως τις ευλογίες τους
επειδή ήθελε να φύγει και να φτιάξει τη ζωή του μόνος του. Οι αδελφές λυπήθηκαν
που είδαν ότι ο μοναδικός τους αδελφός θα πήγαινε έξω στον κόσμο και του έδωσαν
ως δώρο ένα μαγικό άλογο που μπορούσε να μιλήσει. Ο Τάσι πήρε το άλογο και
έφυγε για τις πιο απομακρυσμένες περιοχές της Χώρας.
Λίγο αργότερα έφτασε σε μια
απέραντη πεδιάδα. Το άλογο του μίλησε και του είπε. ‘Σκότωσέ με, τοποθέτησε το
δέρμα μου στην πεδιάδα και σκόρπισε γύρω τις τρίχες μου έτσι ώστε να τις
μεταφέρει ο άνεμος μέχρι τις πιο απομακρυσμένες γωνίες αυτής της κοιλάδας.’
Ο νεαρός άνδρας τρομοκρατημένος
αρνήθηκε να σκοτώσει το άλογο. Αντίθετα τοποθέτησε το φορτίο στο έδαφος, έφαγε
το φαγητό που του είχαν δώσει οι αδελφές του και ετοιμάστηκε να αναπαυθεί για
τη νύχτα. Κατά τη διάρκεια της νύχτας το άλογο έπεσε επίτηδες από ένα βαθύ
φαράγγι και σκοτώθηκε ακαριαία.
Όταν ο Τάσι ξύπνησε το επόμενο πρωινό,
έψαξε για το άλογο, αλλά δεν μπόρεσε να το βρει πουθενά. Αναζητώντας το σε όλη
την κοιλάδα έφτασε στο φαράγγι και κοιτάζοντας προς τα κάτω προσεκτικά είδε το
κομματιασμένο πτώμα του αλόγου. Αισθανόμενος μεγάλη λύπη και σκεφτόμενος την
τελευταία τους συζήτηση την περασμένη νύχτα, αποφάσισε να κάνει αυτό που του
ζήτησε το άλογο.
Πήρε το δέρμα, το άπλωσε στο
κέντρο της κοιλάδας, μετά σκόρπισε τις τρίχες του αλόγου παντού τριγύρω,
ρίχνοντας τες στον αέρα έτσι ώστε να τις μεταφέρει ο αέρας στις πιο απομακρυσμένες
γωνίες της πεδιάδας.
Στιγμιαία, το δέρμα του αλόγου
έγινε ένα τεράστιο μέγαρο και οι τρίχες έγιναν κοπάδια από πρόβατα και γιακ,
που βοσκούσαν στην πεδιάδα για όσο μπορούσε να δει το μάτι. Το άλογο
εμφανίστηκε μπροστά στο αγόρι και μίλησε για μια ακόμα φορά. ‘Έχεις δείξει μόνο
έλεος προς τα άλλα ζωντανά όντα. Αυτή είναι η ανταμοιβή σου!’ Αμέσως μόλις είπε
αυτά τα λόγια το άλογο κάλπασε μακριά και εξαφανίστηκε. Ο νεαρός άνδρας
διαπίστωσε ότι στα σημεία που οι οπλές του αλόγου είχαν ακουμπήσει στο έδαφος,
εμφανίστηκαν μικρά κομματάκια χρυσού.
Ο Τάσι, παρατηρώντας το νέο του
σπίτι, σκέφτηκε τους γονείς του και αναρωτιόταν αν είχαν καταφέρει να
επιζήσουν. Αποφάσισε να πάει και να τους δει και να τους φέρει να ζήσουν μαζί
του σε αυτό το μέγαρο. ‘Το φαγητό δεν θα λείψει ποτέ πια από τη μητέρα και τον
πατέρα μου,’ σκέφτηκε.
Φόρεσε και πάλι τα ράσα των
μοναχών επειδή δεν ήθελε να μάθουν οι γονείς του για τον νέο του πλούτο, μετά
ετοίμασε δυο πίτες ψωμί και ξεκίνησε για το σπίτι των γονιών του. Σκαρφάλωσε
στη σκεπή του σπιτιού τους, κοίταξε κάτω μέσα από ένα μικρό παράθυρο και είδε
τη μητέρα και τον πατέρα του να κάθονται κάτω, γύρω από τη φωτιά. Ο Τάσι πέταξε
κάτω την πίτα από ψωμί. Η μητέρα του την άρπαξε, αναφωνώντας, ‘Δώρο από τον
ουρανό’. Ο πατέρας της την άρπαξε και άρχισε να την τρώει με απληστία. Ο Τάσι
πέταξε και τη δεύτερη πίτα για τη μητέρα του.
Στη συνέχεια κατέβηκε από τη
σκεπή και χτύπησε την πόρτα του σπιτιού τους. Η μητέρα του άνοιξε και τον
αναγνώρισε αμέσως. Τον αγκάλιασε και τον ικέτευσε να μην τους αφήσει ποτέ. Και
ο πατέρας του νεαρού ήταν κατασυγκινημένος και του ζήτησε να τον συγχωρέσει.
Ο Τάσι είπε στους γονείς του για
το νέο του σπίτι και τον πλούτο του και τους μετέφερε στο μέγαρο στην κοιλάδα.
Εκεί τοποθέτησε τη μητέρα του πάνω σε ένα θρόνο από το καθαρότερο χρυσάφι και
τον πατέρα του πάνω σε ένα θρόνο από το καθαρότερο ασήμι και εκείνος ο
μοναδικός τους γιος κάθισε σε ένα θρόνο από το πιο ροδαλό κογχύλι.


Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου